Ένα από τα σημαντικότερα πρακτικά αλλά και νομικά ζητήματα που προβληματίζουν όλους εκείνους που ασχολούνται με το χώρο της τεχνολογίας και δη των ηλεκτρονικών υπολογιστών, είναι ο τρόπος, το περιεχόμενο και η έκταση προστασίας των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών για τους δημιουργούς τους.

Πολύς λόγος γίνεται στις μέρες μας για τις μεθόδους προστασίας των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών για τους δημιουργούς τους. Από τις υφιστάμενες νομοθετικές λύσεις ξεχωρίζουν δύο:

  • Αφενός, η παρεχόμενη προστασία επί του προγράμματος ηλεκτρονικού υπολογιστή μέσω των διατάξεων της πνευματικής ιδιοκτησίας και
  • Αφετέρου, της προστασίας μέσω των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας .

Οι προϋποθέσεις της προστασίας μέσω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας
Από νομικής σκοπιάς, πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή αποτελεί το σύνολο εντολών ή οδηγιών που προορίζεται – όταν ενσωματωθεί στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, να παράγει ορισμένο αποτέλεσμα .
Τον τελευταίο καιρό έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για το κατά πόσο ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει ή όχι να προστατευθεί υπό το καθεστώς της πατέντας (κυρίως ενόψει της προσπάθειας ψήφισης σχετικής Οδηγίας – η οποία προς το παρόν έχει καταψηφιστεί). Με βάση το ελληνικό δίκαιο, πάντως, και παρόλο που με βάση το νόμο 1733/1987 τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών δεν θεωρούνται εφευρέσεις και για το λόγο αυτό καταρχήν αποκλείονται από την παρεχόμενη προστασία , σήμερα επικρατεί (ακολουθώντας και τις σχετικές διεθνείς τάσεις) μια τάση συσταλτικής ερμηνείας της εν λόγω διάταξης , με βάση την οποία είναι δυνατή η απονομή διπλώματος ευρεσιτεχνίας σε προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών υπό αυστηρές -πλην όμως- συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή να λάβει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είναι:

  • Κατά πρώτον, ότι το ίδιο το πρόγραμμα προσδίδει την υπεραξία στην εφεύρεση, δηλαδή όταν το πρόγραμμα που χρησιμοποιεί η εφεύρεση (που «τρέχει» δηλαδή στον υπολογιστή – hardware), επιλύει ένα τεχνικό πρόβλημα ή επιφέρει ένα τεχνικό αποτέλεσμα .
  • Κατά δεύτερον, το πρόγραμμα αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει εφευρετική δραστηριότητα, της οποίας απαραίτητος όρος είναι η παρουσία τεχνικής συμβολής, δηλαδή μιας τέτοιας συμβολής στη στάθμη της τεχνικής σε έναν  τεχνικό τομέα, η οποία δεν είναι αυτονόητη για κάποιον ειδικευμένο επαγγελματία του τομέα. Με άλλα λόγια, το απαιτούμενο από το πρόγραμμα στοιχείο είναι να δίνει μια τεχνική λύση (μια λύση στον τεχνικό και όχι π.χ. στο θεωρητικό τομέα), η οποία λύση δεν είναι αυτονόητη για έναν ειδικό του πεδίου .
  • Κατά τρίτον, όπως είναι αυτονόητο, η εφεύρεση θα πρέπει να είναι νέα. Αυτό συνίσταται στο ότι το πρόγραμμα H/Y δεν πρέπει ν’ ανήκει στη στάθμη της τεχνικής, δηλαδή δεν έχει γίνει γνωστό στο κοινό με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, γραπτά ή προφορικά ή ακόμη και με τη χρήση ενός προϊόντος ή μιας μεθόδου πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης για χορήγηση διπλώματος . Τούτο σημαίνει, δηλαδή, ότι σε περίπτωση που το υποψήφιο προς κατοχύρωση ευρεσιτεχνίας πρόγραμμα έχει ήδη παρουσιαστεί εμπορικά, έστω και σε περιορισμένο κύκλο, κινδυνεύει να μη θεωρηθεί πλέον «νέο» και άρα να μην πληροί την τρίτη προϋπόθεση.
  • Τέταρτη και τελευταία προϋπόθεση για τη χορήγηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας σε κάποιο πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, αποτελεί η βιομηχανική εφαρμογή της εφεύρεσης ή με πιο απλά λόγια, το πρόγραμμα H/Y να μπορεί να χρησιμοποιηθεί στον τομέα της βιομηχανίας . Εξάλλου, τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας ανήκουν στα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας και συγγενεύουν με την πατέντα.

Σε περίπτωση απονομής διπλώματος ευρεσιτεχνίας για πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, ο δικαιούχος απολαμβάνει περιουσιακών εξουσιών οι οποίες επιτρέπουν τη μεταβίβαση του δικαιώματος και την παραχώρηση αδειών εκμετάλλευσης, αλλά και εξουσιών μη περιουσιακής φύσεως, όπως αναγραφή του ονόματος του δικαιούχου πάνω στο πρόγραμμα. Για την κατοχύρωση ή όχι διπλώματος ευρεσιτεχνίας απαιτείται η υποβολή αίτησης και η ολοκλήρωση σχετικής διαδικασίας και κρίσης ενώπιον του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας. Η διαδικασία αυτή είναι αρκετά χρονοβόρα, όμως τα δικαιώματα, εφόσον εγκριθεί η αίτηση, αποκτούν αναδρομική ισχύ, δηλαδή από την ημέρα υποβολής της αίτησης.

Η προστασία μέσω πνευματικής ιδιοκτησίας

Όπως προαναφέρθηκε, ένας δεύτερος τρόπος προστασίας των προγραμμάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών προέρχεται από την ενεργοποίηση των διατάξεων της πνευματικής ιδιοκτησίας. Στην περίπτωση αυτή, αντικείμενο προστασίας αποτελεί το ίδιο το πρόγραμμα και το προπαρασκευαστικό υλικό σχεδιασμού του . Τα ιδιαίτερα στοιχεία που θα πρέπει κανείς να έχει στο νου αναφορικά με την προστασία ενός προγράμματος με βάση τις διατάξεις για την πνευματική ιδιοκτησία, είναι ότι άξιο προστασίας είναι ένα πρόγραμμα – και συγκεκριμένα η μορφή του και όχι οι ιδέες στις οποίες τυχόν στηρίζεται – εφόσον αυτό είναι πρωτότυπο, δηλαδή εφόσον αποτελεί πρωτότυπο πνευματικό δημιούργημα του δημιουργού του.
Σε αντίθεση με την απονομή διπλώματος ευρεσιτεχνίας η οποία απαιτεί προηγούμενη διαδικασία, η προστασία από την πνευματική ιδιοκτησία επέρχεται από τη στιγμή της δημιουργίας του προγράμματος και δεν απαιτείται καμία επιπλέον διατύπωση ή διαδικασία από το δημιουργό. Έτσι, το δικαίωμα αποδίδεται καταρχήν στον πρώτο που θα παρουσιάσει το εν λόγω πρόγραμμα στο κοινό. Σημαντικό στοιχείο, άρα, αποτελεί το γεγονός να μπορεί ο δημιουργός να αποδείξει ότι είναι πράγματι ο πρώτος που δημιούργησε το εν λόγω πρόγραμμα. Για το λόγο αυτό, πολλοί δημιουργοί προχωρούν σε κατοχύρωση των προγραμμάτων τους με διάφορους τρόπους, που θα επιβεβαιώνουν τη χρονολογία δημιουργίας τους, όπως λ.χ. με την κατάθεση του πηγαίου κώδικα σε συμβολαιογράφο. Επίσης, απαραίτητο είναι το πρόγραμμα να φέρει και τα στοιχεία του δημιουργού του, δηλαδή το όνομά του.
Η προστασία με αυτόν τον τρόπο, δίνει στο δημιουργό το δικαίωμα να επιτρέπει ή να απαγορεύει ορισμένες ενέργειες επί του προγράμματος, όπως για παράδειγμα την αναπαραγωγή του προγράμματος, η οποία περιλαμβάνει και τη φόρτωση ή εμφάνιση στην οθόνη, την εκτέλεση, τη μεταβίβαση καθώς και την αποθήκευση σε υλικό φορέα (δισκέτα, cd κ.λπ.). Στην πράξη, ο δημιουργός ενός προγράμματος, κατά τη διαδικασία της εμπορικής του εκμετάλλευσης, παρέχει στους χρήστες τη λεγόμενη «άδεια χρήσης τελικού χρήστη», η οποία ουσιαστικά δίνει στο χρήστη του προγράμματος ένα περιορισμένο δικαίωμα χρήσης του, υπό τους όρους και μέσα στο πλαίσιο που λεπτομερέστερα ρυθμίζεται στη σχετική άδεια .
Με βάση λοιπόν όσα επιγραμματικά αναφέρθηκαν ανωτέρω, καταλήγουμε στο ότι τα προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών δύνανται να προστατευτούν με την επίκληση δύο διαφορετικών κανόνων δικαίου. Ο μεν πρώτος, που αφορά στην ενεργοποίηση των διατάξεων της βιομηχανικής ιδιοκτησίας και ειδικότερα των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, αποτελεί μια προληπτική μέθοδο προστασίας, για την οποία απαιτείται η τήρηση συγκεκριμένης διαδικασίας, που δύναται να καταλήξει στην απονομή διπλώματος ευρεσιτεχνίας σε εκείνα τα προγράμματα, που τηρούν τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Η δε δεύτερη διαδικασία προστασίας, αφορά στην ενεργοποίηση των διατάξεων της πνευματικής ιδιοκτησίας, που αποτελεί πρακτικά μια μέθοδο κατασταλτικής προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού, η οποία ναι μεν γεννιέται ταυτόχρονα με τη δημιουργία του προγράμματος, αλλά μπορεί να αποτελέσει τη βάση αξιώσεων δικαστικής ή εξωδικαστικής προστασίας, μόνο αν σημειωθεί παραβίασή της. Σε κάθε περίπτωση – και με προσεκτική εξέταση των κατά περίπτωση περιστάσεων – ο δημιουργός ενός προγράμματος, κατά τη δημιουργία του, η οποία αποτελεί αδιαμφισβήτητα μια διαδικασία που απαιτεί επένδυση χρόνου, κόπου και χρήματος, μπορεί να επιλέξει ποιο είδος προστασίας του ταιριάζει ανά περίπτωση. Μπορεί πάντως – και εφόσον πληροί το σύνολο των προϋποθέσεων, να προστατεύεται και αθροιστικά από τις διατάξεις που αφορούν τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και την πνευματική ιδιοκτησία.

Μίνα Ζούλοβιτς (Δικηγόρος LL.M, Υπεύθυνη Ομάδας Πληροφορικής και Ηλ. Επικοινωνιών, Δικηγορικό Γραφείο Φιλοθεϊδης, Ρόγκας & Συνεταίροι, minazoulovits@phrlaw.gr)
Αναστασία Φύλλα (Δικηγόρος LL.M Μέλος Ομάδας Πληροφορικής και Ηλ. Επικοινωνιών.

Των Μίνα Ζούλοβιτς & Αναστασία Φύλλα