Οι συσκευές backup έχουν πλέον αναβαθμιστεί σημαντικά με νέα χαρακτηριστικά και δυνατότητες και μπορούν να αξιοποιηθούν σε όλους τους Οργανισμούς και επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους.

Μία ολοκληρωμένη συσκευή διατήρησης αντιγράφων ασφαλείας (backup) συνδυάζει την απαραίτητη υλική και λογισμική δομή, σε μία ολότητα πλήρως διαμορφωμένη και έτοιμη προς χρήση. Αρχικά οι συσκευές αυτές σχεδιάστηκαν για να εξυπηρετήσουν μικρές εταιρείες που δεν επιθυμούσαν να επενδύσουν χρήματα και να αφιερώσουν χρόνο σε πολύπλοκα συστήματα αποθήκευσης. Η χρήση τους σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις αφορούσε μόνο σε συγκεκριμένα τμήματά τους, τα οποία διευκολύνονταν με τις συσκευές backup, μιας και ήταν εύκολες στην εγκατάσταση και στη λειτουργία. Οι λειτουργικοί περιορισμοί τους όμως, καθώς και η ελλιπής δυνατότητα αναβάθμισής τους, τις καθιστούσε δυσλειτουργικές για μεγάλου βεληνεκούς Οργανισμούς που διέθεταν πληθώρα δεδομένων, τα οποία αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Στις μέρες μας, τα χαρακτηριστικά των συσκευών backup έχουν βελτιωθεί σημαντικά και πλέον κάνουν αισθητή την παρουσία τους σε όλους τους Οργανισμούς και επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους, αποτελώντας εύρωστες και βιώσιμες λύσεις.

Τι είναι μία συσκευή backup;
Στο παρόν κείμενο καθορίζεται ως συσκευή backup ένα πλήρες σύστημα λήψης αντιγράφων ασφαλείας, το οποίο περιλαμβάνει το υλικό που αποθηκεύονται τα δεδομένα και το λογισμικό που ελέγχει τη διαδικασία αντιγραφής από τους client servers και τα επιμέρους υπολογιστικά συστήματα, προς το σύστημα αποθήκευσης. Πολλά από αυτά τα προϊόντα εγγράφουν τα δεδομένα σε DAS ή NAS συστήματα, αλλά αυτό δεν θεωρείται απαραίτητο χαρακτηριστικό.
Οι συσκευές backup, όπως περιγράφηκαν παραπάνω, δεν είναι συσκευές PBBA (purpose built backup appliance) οι οποίες αν και έχουν ως στόχο να προσφέρουν το υλικό στο οποίο θα γίνεται η αποθήκευση των δεδομένων και που αποστέλλει το λογισμικό λήψης αντιγράφων, δεν συμπεριλαμβάνουν πάντοτε το λογισμικό αυτό. Επίσης οι virtual συσκευές backup δεν συμπεριλαμβάνονται στον ανωτέρω ορισμό, αν και ορισμένοι κατασκευαστές προσφέρουν και αυτήν την επιλογή.
Οι συσκευές backup χρησιμοποιήθηκαν αρχικά ως εναλλακτική λύση στις παραδοσιακές δομές backup, που αποτελούνταν τυπικά από μία ξεχωριστή εφαρμογή λήψης αντιγράφων ασφαλείας και από μία δομή αποθηκευτικού χώρου όπως είναι τα tape drives – και πιο πρόσφατα τα disk arrays. Το αγοραστικό κοινό που στόχευαν ήταν οι μικρές εταιρείες οι οποίες δεν διέθεταν τους ΙΤ πόρους για να σχεδιάσουν, ενσωματώσουν και λειτουργήσουν τέτοιου είδους συστήματα backup, τα οποία αποδεικνύονταν ιδιαιτέρως πολύπλοκα. Γι’ αυτόν το λόγο, τα λειτουργικά χαρακτηριστικά τους και οι δυνατότητες αναβάθμισης και επέκτασης του υλικού τους ήταν περιορισμένα, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να ενσωματωθούν σε πιο απαιτητικά περιβάλλοντα αποθήκευσης.
Προσφάτως, μέσω των βελτιώσεων που σημειώθηκαν στα αποθηκευτικά μέσα και στη μείωση του κόστους τους, καθώς και με τις νέες τεχνολογίες επεξεργασίας των δεδομένων, οι συσκευές backup σημείωσαν ένα εξελικτικό άλμα, ικανό να τις τοποθετήσει προς χρήση σε μεγάλους Οργανισμούς, αντικαθιστώντας τα παραδοσιακά συστήματα υλικού και λογισμικού. Τεχνολογίες όπως το Deduplication (διαδικασία εξάλειψης πολλαπλών εμφανίσεων των ίδιων δεδομένων), το thin provisioning (χρήση virtual πόρων) και της συμπίεσης, έχουν αυξήσει σημαντικά τη χρηστική χωρητικότητα των disk arrays, ενισχύοντας έτσι την τάση προς αυτά τα συστήματα. Παράλληλα, η επεξεργαστική ισχύς και το υψηλό δικτυακό εύρος είναι πλέον χαμηλού κόστους, οπότε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να ενσωματωθούν στις συσκευές backup, βελτιώνοντας έτσι την ταχύτητα λειτουργίας τους. Ουσιαστικά, η απλότητα στην ενσωμάτωση μιας συσκευής backup σε ένα εταιρικό δίκτυο και η ευκολία στη ρύθμιση και χρήση είναι που οδηγεί στην αναγκαιότητα αντικατάστασης των υπαρχόντων συστημάτων, εξοικονομώντας έτσι εργατοώρες από το ΙΤ προσωπικό.

Τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των συσκευών backup
Όπως προαναφέρθηκε, οι συσκευές backup ενσωματώνονται με ευκολία στα εταιρικά συστήματα – και αυτό γιατί το λογισμικό που φέρουν είναι ήδη διαμορφωμένο, ώστε να συνεργάζεται άριστα με το υλικό της συσκευής και δεν απαιτούνται περαιτέρω ρυθμίσεις. Στην αντίθετη περίπτωση θα έπρεπε η εταιρική εφαρμογή λήψης αντιγράφων ασφαλείας να ρυθμιστεί, ώστε να συνεργαστεί με τα αποθηκευτικά μέσα και ταυτόχρονα να μην παρακωλύει και τις όποιες αποθηκευτικές διεργασίες απαιτούσαν οι υπόλοιπες εταιρικές εφαρμογές. Αυτό συνεπάγεται προσεκτική μελέτη της δραστηριότητας των δεδομένων και αρκετές ώρες πειραματισμού για να διαπιστωθεί ότι όλα λειτουργούν ομαλά, κάτι που δεν είναι αναγκαίο να συμβεί με τις συσκευές backup. Επιπρόσθετα, αφού οι συσκευές backup φέρουν εξαρχής το αποθηκευτικό μέσο, η ενσωμάτωσή τους στο εταιρικό περιβάλλον γίνεται άμεσα, προσφέροντας παράλληλα και τη δυνατότητα επέκτασης του αποθηκευτικού χώρου, όπου αυτό απαιτείται. Τέλος, είναι προφανές ότι η αγορά υλικού και λογισμικού από ένα κατασκευαστή, μειώνει αισθητά το κόστος απόκτησης του επιθυμητού συστήματος, καθώς και εξοικονομεί χρόνο – μιας και εξαρχής η λειτουργικότητα είναι ικανοποιητική.
Τα χαρακτηριστικά που ενσωματώνουν εύκολα τις συσκευές backup στα εταιρικά συστήματα, είναι αυτά που επίσης ευθύνονται για το μικρό ποσοστό ευελιξίας τους και την περιορισμένη δυνατότητα αναβάθμισης. Κάθε ξεχωριστός κατασκευαστής μπορεί να παρέχει έναν πεπερασμένο αριθμό επιλογών σε αποθηκευτικά μέσα, σε σχέση με την πληθώρα που υπάρχει στην αγορά και που μπορούν να χρησιμοποιηθούν αν υποστηριχθούν από μία ανεξάρτητη εφαρμογή λήψης αντιγράφων ασφαλείας. Με την πάροδο των ετών η δυνατότητα επέκτασης της αποθηκευτικής ισχύος των συσκευών backup έχει βελτιωθεί σημαντικά, αλλά ακόμα υπάρχουν περιορισμοί που οδηγούν σε προβλήματα ανεπαρκούς χωρητικότητας, μιας και τα εταιρικά δεδομένα αυξάνονται διαρκώς. Η ραγδαία αυτή αύξηση των δεδομένων καθιστά και το λογισμικό των συσκευών ελλιπές, μιας και δεν μπορεί να διαχειριστεί αποδοτικά και έγκαιρα όλον αυτόν το φόρτο εργασίας. Στον τομέα της δαπάνης, αν και αρχικά η επιλογή είναι συμφέρουσα σε σχέση με τα παραδοσιακά συστήματα backup, ο περιορισμός επιλογής υλικού αναβάθμισης από έναν και μόνο κατασκευαστή, ουσιαστικά την καθιστά πιο ακριβή, μιας και στο εμπόριο μπορεί να υπάρχουν και πιο οικονομικές λύσεις. Στην περίπτωση όπου η συσκευή αγγίξει τα όρια της χωρητικότητάς της, συνηθίζεται η πιο συμφέρουσα επιλογή να είναι η μετοίκιση σε μια άλλη συσκευή με μεγαλύτερη αποθηκευτική μονάδα ή η απόκτηση ακόμα μιας μονάδας ιδίου βεληνεκούς, η οποία θα συνεργάζεται με την πρώτη.

Κριτήρια επιλογής
Ως ολοκληρωμένη λύση μια συσκευή backup εισάγει και πολλαπλούς περιορισμούς, κυρίως στο κομμάτι της συνεργασίας με προϋπάρχοντες πόρους του συστήματος που θα ενσωματωθεί. Ειδικότερα, μπορεί να χρειαστεί να αδρανήσουν εφαρμογές του συστήματος (οι οποίες προφανώς είχαν κόστος αγοράς), αν εμποδίζουν τη συσκευή backup να λειτουργήσει – αν και ορισμένες εξ αυτών υποστηρίζουν συνεργασία και με ανεξάρτητο λογισμικό.
Με γνώμονα τα ανωτέρω, προτείνεται η εισαγωγή συσκευών backup στο εταιρικό σύστημα, τη στιγμή που απαιτείται η αντικατάσταση ενός παλαιότερου πόρου που έχει ουσιαστικά αποσβέσει το κόστος του. Επίσης προτείνεται στην περίπτωση όπου το λειτουργικό εύρος ενός εταιρικού τμήματος ή μιας μικρής επιχείρησης έχει αυξηθεί και απαιτείται περαιτέρω υποστήριξη.
Μία συσκευή backup που θα τοποθετηθεί σε ένα εταιρικό σύστημα εξαρχής ως αποθηκευτική λύση ή ως αντικαταστάτρια των παλαιότερων δομών, πρέπει να αξιολογηθεί ενδελεχώς. Πέραν του κόστους και των παρεχόμενων δυνατοτήτων, τα ακόλουθα χαρακτηριστικά πρέπει να συνυπολογιστούν στην τελική απόφαση:
Χωρητικότητα και δυνατότητα αναβάθμισης: Ανεξαρτήτως του τρόπου, υπάρχουν συσκευές που αναβαθμίζονται ευκολότερα από τις υπόλοιπες και γι’ αυτό πρέπει να μελετηθούν αυτές οι δυνατότητες. Σαφώς, σε μια πρώτη ανάγνωση, η προβλεπόμενη ανάπτυξη της επιχείρησης και οι αποθηκευτικές απαιτήσεις σε βάθος χρόνου πρέπει να ικανοποιούνται.
Σε ορισμένες περιπτώσεις η επιλογή συσκευών που στηρίζονται σε tape drives είναι καταλληλότερη, γιατί παρέχουν περισσότερη χωρητικότητα και χαμηλότερο κόστος για αποθήκευση σε βάθος χρόνου.
Από την άλλη μεριά, οι τεχνολογίες περιορισμού των δεδομένων μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο κατά τον υπολογισμό της χωρητικότητας ενός συστήματος, γι’ αυτό ο τύπος των δεδομένων που θα αποθηκεύεται στη συσκευή πρέπει να είναι εξαρχής γνωστός. Σε μια πιο βαθιά ανάλυση μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους οι διαφορετικές τεχνολογίες συμπίεσης που υπάρχουν και να αποφασιστεί ταυτόχρονα με τη συσκευή και ποια τεχνολογία θα ήταν η καταλληλότερη, σύμφωνα με τη μορφή που έχουν τα εταιρικά δεδομένα.
Cloud συνεργασία: Οι περισσότερες συσκευές backup παρέχουν κάποια μορφή υποστήριξης μέσω cloud, είτε πρόκειται για τη δυνατότητα να αποστέλλονται συγκεκριμένα αντίγραφα ασφαλείας σε cloud περιβάλλον που ανήκει στον κατασκευαστή της συσκευής είτε σε έναν ανεξάρτητο πάροχο cloud υπηρεσιών, όπως είναι το Amazon ή το Rackspace. Εφόσον τα αντίγραφα ασφαλείας και τα αρχεία επαναφοράς αφορούν σε μεγάλο όγκο δεδομένων, πρέπει να μελετηθεί ποια από αυτά θα αποστέλλονται στο cloud περιβάλλον μέσω του δικτύου και αν το WAN υποστηρίζει επαρκώς τέτοιου είδους μεταφορές, χωρίς να παρουσιάζονται προβλήματα. Επίσης ο χειρισμός συγκεκριμένων δεδομένων που παράγουν οι εταιρικές εφαρμογές, μπορεί να έχει αντίκτυπο στην αποδοτική λειτουργία του cloud backup, οπότε αυτές οι λεπτομέρειες πρέπει να μελετηθούν με προσοχή από κάθε εταιρεία.
Deduplication δεδομένων: Η διαδικασία deduplication εξαλείφει τις πολλαπλές εμφανίσεις των ίδιων δεδομένων. Συγκρίνει τα δεδομένα που γράφονται για πρώτη φορά στον αποθηκευτικό χώρο και εντοπίζει τα κοινά τμήματα με τα δεδομένα που ήδη υπάρχουν. Ταυτόχρονα δημιουργεί έναν πίνακα με τις κοινές ομάδες, στον οποίο περιγράφεται πού συναντάμε κάθε κοινή ομάδα (hash τιμή). Η τεχνολογία έχει εξελιχθεί από μία δυσνόητη διαδικασία που ήταν στις αρχές, σε ένα αναγκαίο χαρακτηριστικό που περιλαμβάνεται στις περισσότερες λύσεις συστημάτων αντιγράφων ασφαλείας. Παρόλα αυτά υπάρχουν αρκετές παραλλαγές του τρόπου υλοποίησης του deduplication, οι οποίες εισάγουν και διαφορετικό βαθμό μείωσης του ποσοστού των δεδομένων.

Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στην τεχνολογία deduplication διαφέρουν στα εξής:

  • Στο μήκος των τμημάτων των δεδομένων που τίθενται υπό σύγκριση.
  • Σε ποιο σημείο της διαδικασίας τελούνται οι συγκρίσεις.
  • Πώς υπολογίζεται η «τιμή hash» που δίνεται σε κάθε τμήμα δεδομένων που αποθηκεύεται.
  • Πού αποθηκεύεται ο πίνακας των hash τιμών.

Όλα τα προαναφερόμενα απαιτούν μελέτη από την ομάδα που θα επιλέξει τη συσκευή backup, ώστε να κατανοήσουν πώς τελείται η διαδικασία deduplication στο σύστημά τους, πόση μείωση του όγκου δεδομένων συνεπάγεται σε συγκεκριμένους τύπους και στα συγκεκριμένα περιβάλλοντα λήψης αντιγράφων ασφαλείας.

Εν κατακλείδι, η χρήση των συσκευών backup έχει σημειώσει σημαντική αύξηση στις μέρες μας, γιατί απλοποιεί τη διαδικασία ενσωμάτωσης της νέας δομής στο υπάρχον σύστημα και συχνά μειώνει το κόστος λειτουργίας. Από την άλλη μεριά, η cloud επιλογή προσέφερε ένα πιο απλουστευμένο μοντέλο χρήσης και αντικατέστησε πλήρως τη χρήση συσκευών.
Παρόλα αυτά, η ανάγκη λήψης αντιγράφων ασφαλείας αφορά σχεδόν το σύνολο των δεδομένων μιας επιχείρησης, κάτι που συνεπάγεται ότι καθημερινά αποστέλλονται προς τη συσκευή backup δεδομένα μεγέθους Τbytes. Για να διατηρηθεί η απόδοση της διαδικασίας λήψης αντιγράφων ασφαλείας σε ικανοποιητικό επίπεδο, η εγκατάσταση δομών backup επιτόπου είναι η μόνη λογική λύση προκειμένου να μειωθεί και το κόστος που αφορά στο δικτυακό εύρος που θα χρησιμοποιείται.

Της Παναγιώτας Τσώνη