Η EUROJUST ενισχύει την αποδοτικότητα των διεθνών ανακριτικών και διωκτικών αρχών στην καταπολέμηση του σοβαρού διασυνοριακού εγκλήματος, όπως η τρομοκρατία, η εμπορία ανθρώπων, η διακίνηση ναρκωτικών και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, με σκοπό να φέρει τους δράστες γρήγορα και αποτελεσματικά ενώπιον της δικαιοσύνης.

Πολλοί γνωρίζουν την Ευρωπαϊκή Αστυνομία (EUROPOL), αλλά πολύ λιγότεροι την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EUROJUST), την ειδική μονάδα δικαστικής συνεργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), η οποία εδρεύει στη Χάγη της Ολλανδίας, σ’ ένα κτίριο που βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης (γνωστό για τη δίωξη των εγκλημάτων πολέμου).

Η EUROJUST διοργάνωσε με επιτυχία ένα κλειστό συνέδριο, με θέμα ΄΄Έγκλημα στο διαδίκτυο΄΄, στην Αθήνα (23-24 Οκτωβρίου 2008), το οποίο παρακολούθησαν δικαστικές και αστυνομικές αρχές απ’ όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Συντονιστής του Συνεδρίου ήταν το Εθνικό μέλος της Ελλάδος στη EUROJUST, Εισαγγελέας Πρωτοδικών κος Λάμπρος Πατσαβέλλας, ο οποίος είναι υπεύθυνος για θέματα κυβερνοεγκλήματος.
Η EUROJUST (The European Union’s Judicial Cooperation Unit) είναι ένας Οργανισμός της Ε.Ε., που ιδρύθηκε το 2002 με σκοπό να ενισχύσει και να βελτιώσει το συντονισμό των ερευνών και των διώξεων των δικαστικών αρχών των Κρατών-Μελών, στην καταπολέμηση του διασυνοριακού εγκλήματος. Στα πλαίσια των ερευνών και διώξεων που αφορούν εγκλήματα που διαπράττονται σε δύο ή περισσότερα Κράτη-Μέλη της Ε.Ε., η EUROJUST λαμβάνει αιτήματα και πληροφορίες από τις αρμόδιες εθνικές αρχές (εισαγγελείς, ανακριτές, αστυνομικούς κ.ά. φορείς δίωξης του εγκλήματος). Επιπλέον, βάσει των διατάξεων που υιοθετήθηκαν στο πλαίσιο των Συνθηκών, συνεργάζεται με Οργανισμούς όπως το Ευρωπαϊκό Δικαστικό Δίκτυο, η Europol, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) κ.ά. Επίσης συνεργάζεται με άλλους ευρωπαϊκούς αλλά και διεθνείς οργανισμούς, όπως η INTERPOL, η IberRed, τα Ηνωμένα Έθνη, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (EMCDDA), ο Οργανισμός Διαχείρισης Εξωτερικών Συνόρων (FRONTEX) κ.ά. Επιπρόσθετα, η EUROJUST παρέχει την υποστήριξή της στις αρμόδιες αρχές, για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των ερευνών και διώξεων, διευκολύνοντας την εκτέλεση αιτημάτων αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής και την εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Ενταλμάτων Σύλληψης. Ενισχύει την αποδοτικότητα των ευρωπαϊκών ανακριτικών και διωκτικών αρχών στην καταπολέμηση του σοβαρού διασυνοριακού εγκλήματος, όπως η τρομοκρατία, η εμπορία ανθρώπων, η διακίνηση ναρκωτικών και το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, με σκοπό να φέρει τους δράστες γρήγορα και αποτελεσματικά ενώπιον της δικαιοσύνης. Έχει την εξουσία να ζητήσει από τις αρμόδιες εθνικές αρχές να αναλάβουν έρευνες και διώξεις πάνω σε συγκεκριμένες υποθέσεις, συντονίζοντας το έργο τους ή ζητώντας τους να συστήσουν Κοινή Ομάδα Έρευνας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων Κρατών-Μελών, παρέχοντάς τους πληροφορίες για τη διεκπεραίωση των εργασιών τους.

Οι άνθρωποι, οι υποδομές και το έργο της EUROJUST:
Τα βασικά στελέχη της EUROJUST είναι ανώτεροι εισαγγελείς, δικαστές ή αστυνομικοί, οι οποίοι προέρχονται από καθένα από τα 27 κράτη της Ε.Ε., υποστηριζόμενοι από αναπληρωτές ή αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες.
Το περασμένο έτος, η EUROJUST χειρίστηκε με επιτυχία 1.085 υποθέσεις διασυνοριακού εγκλήματος, πολλές από τις οποίες αφορούσαν εγκλήματα και πέραν του ευρωπαϊκού χώρου, μέχρι και 30 χώρες. Για παράδειγμα, αναφέρουμε υποθέσεις με εμπλοκή του Λιχτεστάιν, της Τουρκίας, της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Ουκρανίας. Από τον Ιανουάριο του 2007, μετά την έναρξη ισχύος συμφωνίας συνεργασίας με τις ΗΠΑ, στην EUROJUST τοποθετήθηκε και μόνιμος Εισαγγελέας-Σύνδεσμος. Για την επιτέλεση του σημαντικότατου έργου της, η EUROJUST διαθέτει άρτια τεχνική υποδομή, η οποία περιλαμβάνει ασφαλές δίκτυο επικοινωνίας, δύο πληροφοριακά συστήματα, το «Atlas Editor” και το “Compendium”, όπως και ασφαλή συστήματα τηλεδιάσκεψης, τα οποία επιτρέπουν τη συμμετοχή χωρίς φυσική παρουσία στελεχών της, σε σημαντικές εθνικές και διεθνείς συναντήσεις (όπως για παράδειγμα, στη διάσκεψη των G8 τον Απρίλιο του 2007). Διαθέτει επίσης σύνδεση με το Σύστημα Πληροφοριών Σένκεν (S.I.S.). Οι κυριότερες μορφές εγκλημάτων (συνολικά 49 διαφορετικοί τύποι εγκλημάτων) που χειρίστηκε μέχρι σήμερα η EUROJUST αφορούσαν:

  • Διακίνηση Ναρκωτικών
  • Λαθρομετανάστευση
  • Εμπορία Ανθρώπων
  • Τρομοκρατία και αδικήματα που διαπράχτηκαν μέσα στα πλαίσια τρομοκρατικών ενεργειών
  • Εγκλήματα κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή ελευθερίας προσώπων
  • Ανθρωποκτονίες
  • Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας ή της δημόσιας περιουσίας
  • Υπεξαίρεση και απάτη
  • Φορολογικές απάτες και απάτη ΦΠΑ
  • Πλαστογραφία εγγράφων
  • Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση

Η σύσταση Κοινών Ομάδων Έρευνας (ΚΟΕ) με τη συνδρομή αρχών από πολλά κράτη, αποτελεί ένα πολύτιμο εργαλείο συνεργασίας και διασυνοριακών ερευνών. Οι ΚΟΕ ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικές, ειδικά σε περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών, ξεπλύματος βρώμικου χρήματος, τρομοκρατίας, εμπορίας ανθρώπων, παραχάραξης και οργανωμένων ληστειών. Σχετικά με την τρομοκρατία, η EUROJUST ενίσχυσε την τεχνογνωσία της και την ανταλλαγή πληροφοριών σε θέματα που αφορούν τις τάσεις σε όλες τις μορφές της, όπως χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, τρομοκρατία μέσω διαδικτύου, χημική και βιολογική τρομοκρατία.
Σε θέματα παραχάραξης, η EUROJUST ασχολήθηκε με πλαστογράφηση χαρτονομισμάτων Ευρώ αλλά και διοικητικών εγγράφων, που συνδέονταν με οικονομικά εγκλήματα ή εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας.
H EUROJUST ανέλυσε πολλές περιπτώσεις εμπορίας ανθρώπων, που είχαν στόχο γενετήσια εκμετάλλευση ή εκμετάλλευση εργασίας, ιδίως γυναικών και παιδιών. Σχετικά με το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, διαπιστώθηκε ότι η πλειοψηφία των παράνομων δραστηριοτήτων λαμβάνουν χώρα στις μεσογειακές ακτές ή στα Κανάρια νησιά και έχουν κυρίως συσχετισμό με διακίνηση ναρκωτικών. Διεθνή επενδυτικά κεφάλαια που βρίσκονται σε φορολογικούς offshore “παραδείσους” λειτουργούν ως προστατευτικό κάλυμμα ανάμεσα στους κατόχους παρανόμως αποκτηθέντων κεφαλαίων και σε γνωστές νομικές εταιρείες της Κόστα ντελ Σολ και των μεσογειακών ακτών.

Μερικές από τις υποθέσεις που χειρίστηκε το 2007 η EUROJUST:
Στη συνέχεια, αναφέρονται μερικά παραδείγματα από τις πάνω από χίλιες υποθέσεις που χειρίστηκε η EUROJUST το περασμένο έτος.

Υπόθεση 1η – Τρομοκρατία
Μεγάλη διεθνής επιχείρηση κατά της τρομοκρατίας, οδήγησε στη σύλληψη 26 υπόπτων. Στις 3 Νοεμβρίου 2007, ζητήθηκε από τη EUROJUST να συνδράμει σε μία επιχείρηση που ξεκίνησε από την εισαγγελία και τον ανακριτή του Μιλάνου, μετά από έρευνα που είχε αρχίσει στη Γένοβα. Το δικαστήριο του Μιλάνου εξέδωσε πολλά Ευρωπαϊκά Εντάλματα Σύλληψης. Η EUROJUST, μέσα σε λίγες μόνο μέρες κατάφερε να συντονίσει παράλληλες συλλήψεις στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Ρουμανία, την Πορτογαλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι ύποπτοι ανήκαν σε μία εγκληματική οργάνωση που πλαστογραφούσε άδειες παραμονής, ταυτότητες και διαβατήρια. Είχαν επίσης ανάμειξη σε υποθέσεις εμπορίας ανθρώπων και λαθρεμπόριο τσιγάρων. Όλες αυτές οι εγκληματικές ενέργειες είχαν σχεδιαστεί για να συγκεντρωθούν χρήματα, που θα χρησιμοποιούνταν σε τρομοκρατικές ενέργειες. Επιπλέον, μέσω της εμπορίας ανθρώπων, η οργάνωση είχε τη δυνατότητα να στέλνει λαθραία τα μέλη της στην Ιταλία.
Στόχος της οργάνωσης ήταν να προχωρήσει σε μία σειρά τρομοκρατικών ενεργειών στην Ιταλία, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και σε άλλες αραβικές χώρες. Είχε καλή δομή, με σαφώς καθορισμένους ρόλους για τα μέλη της. Η έρευνα αποκάλυψε ότι υπήρχε σαφής σχέση με την Al-Qaeda. Η ομάδα συμμετείχε επίσης στη στρατολόγηση και την εκπαίδευση των «κρυφών πυρήνων», δηλαδή των μελλοντικών μελών της στο Ιράκ και το Αφγανιστάν. Διάφορα έγγραφα που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια των συλλήψεων, περιέχουν οδηγίες παρασκευής εκρηκτικών, καθώς και σχέδια παραστρατιωτικής εκπαίδευσης.

Υπόθεση 2η – Απάτη
Η επιτυχημένη συνεργασία της EUROJUST με την EUROPOL, οδήγησε στην εξάρθρωση ενός δικτύου απάτης με πιστωτικές κάρτες στη Ρουμανία. Σε συνέχεια της ανάκρισης που είχε ξεκινήσει τον Ιούνιο του 2006 στη Λυών της Γαλλίας, κατά τριών Ρουμάνων που είχαν στην κατοχή τους μεγάλα χρηματικά ποσά, πραγματοποιήθηκαν έρευνες και ανακρίσεις, οι οποίες οδήγησαν στην ανακάλυψη ενός δικτύου διακίνησης πλαστών πιστωτικών καρτών.
Η Υπηρεσία Οργανωμένου Εγκλήματος της Λυών (JIRS) επικοινώνησε με την EUROJUST για να συντονιστούν οι ενέργειες των αστυνομικών και των δικαστικών αρχών της Ρουμανίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Ισπανίας. Ανταποκρινόμενη σε αυτό, η EUROJUST οργάνωσε το Δεκέμβριο του 2006 μία συντονιστική συνάντηση, με τη συμμετοχή των αρχών που εμπλέκονταν στην υπόθεση. Η ανάλυση που έγινε από την EUROPOL έριξε φως στις διάφορες πτυχές της υπόθεσης, προσδιόρισε τους δράστες και συγκέντρωσε αποδεικτικά στοιχεία που συνέδεαν τη δράση της στις διάφορες χώρες.
Στις 5 Φεβρουαρίου 2007, η EUROJUST συντόνισε στη Ρουμανία και την Ιταλία ένα κοινό σχέδιο δράσης, που αφορούσε ταυτόχρονες κατ’ οίκον ανακρίσεις και που οδήγησε στην ανακάλυψη ενός γραφείου στην Κραϊόβα της Ρουμανίας, όπου βρέθηκε μεγάλος αριθμός πλαστών πιστωτικών καρτών και ειδικών συσκευών, που χρησιμοποιούνται για την ανάληψη χρημάτων. Αποκαλύφθηκαν, επίσης, οι ταυτότητες των δύο βασικών υπόπτων και εκδόθηκαν Ευρωπαϊκά Εντάλματα Σύλληψης. Η άμεση επέμβαση των EUROJUST και EUROPOL προσέφερε αποτελεσματική υποστήριξη στο όλο εγχείρημα.

Υπόθεση 3η – παραχάραξη φαρμάκων
Οι γαλλικές αρχές ανακάλυψαν μία εγκληματική ομάδα που πουλούσε νοθευμένα φάρμακα μέσω διαδικτύου. Το 2007 στη Γαλλία, το Τμήμα Δημόσιας Υγείας της Εισαγγελίας πραγματοποίησε έρευνες που οδήγησαν στην ανακάλυψη μιας ομάδας διακίνησης νοθευμένων φαρμακευτικών προϊόντων σε όλο τον κόσμο, που παράγονταν σε ανθυγιεινό περιβάλλον και πωλούνταν προς κατανάλωση χωρίς κανένα ιατρικό έλεγχο. Η νοθεία φαρμάκων αποτελεί σοβαρή μορφή απάτης, που θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία, καθώς στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα χάπια βρίσκονταν ευρέως διαθέσιμα στο διαδίκτυο προς όλο το καταναλωτικό κοινό, συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών.
Σε συνέχεια συγχρονισμένων και διεθνών αιτήσεων δικαστικής συνδρομής από δύο ανακριτές, πραγματοποιήθηκαν τέσσερις ταυτόχρονες επεμβάσεις της αστυνομίας, στις 24, 25 και 26 Απριλίου 2007 στη Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ολλανδία και τη Δανία, οι οποίες προετοιμάστηκαν και συντονίστηκαν από τη EUROJUST, με τη συμμετοχή έντεκα Γάλλων ανακριτών. Οι ενέργειες οδήγησαν σε νέα σειρά ερευνών και δύο συλλήψεις στη Σουηδία, κατόπιν έκδοσης Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, γεγονότα που είχαν ως αποτέλεσμα την εξάρθρωση της σπείρας που πουλούσε νοθευμένα φάρμακα στο διαδίκτυο. Πρόκειται για χάπια με την ονομασία «Rimona Bant» που αναστέλλουν το αίσθημα της όρεξης. Πέρα από την παράνομη διακίνηση, τα χάπια έθεταν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία των ληπτών.

Υπόθεση 4η – εξάρθρωση παγκόσμιου δικτύου παιδικής πορνογραφίας
Η επιχείρηση «koala» ξεκίνησε το 2006, όταν στην Αυστραλία ανακαλύφθηκε ένα βίντεο με παιδική κακοποίηση και ακολούθησε ο εντοπισμός ενός Βέλγου δράστη και δύο θυμάτων. Στην πορεία, συνελήφθη στη Μπολόνια ο παραγωγός του υλικού, ένας 42χρονος Ιταλός, ο οποίος είχε δημιουργήσει πάνω από 150 βίντεο σεξουαλικού περιεχομένου με ανήλικα κορίτσια και τα πουλούσε μέσω της ιστοσελίδας του. Στο τέλος του 2006, η EUROJUST ξεκίνησε το δικαστικό συντονισμό της υπόθεσης. Σε συνεργασία με την EUROPOL προσκάλεσε αντιπροσώπους από 28 χώρες να συμμετάσχουν σε τρεις συντονιστικές συναντήσεις στη Χάγη, γεγονός που οδήγησε σε συντονισμένες ενέργειες, που έλαβαν χώρα σε 19 χώρες εντός και εκτός της Ε.Ε. Εντοπίστηκαν 2.500 πελάτες σε 19 χώρες, κατασχέθηκαν χιλιάδες υπολογιστές, βίντεο και φωτογραφίες, ενώ βρέθηκαν περισσότερα από ένα εκατομμύριο αρχεία και φωτογραφίες. Επίσης, εντοπίστηκαν 23 ανήλικα θύματα, ηλικίας μεταξύ 9 και 16 ετών.
Η επιχείρηση “koala” έλαβε μεγάλη δημοσιότητα, μετά από την κοινή συνέντευξη τύπου που παραχώρησαν οι δύο βασικές Υπηρεσίες EUROJUST & EUROPOL, στις 5 Νοεμβρίου 2007.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το εξαιρετικά σημαντικό έργο της EUROJUST στην Ε.Ε. – και όχι μόνο – μπορεί κανείς να επισκεφθεί το δικτυακό τόπο www.eurojust.europa.eu

Του Μιχάλη Μαβή
Μηχανικός Ασφαλείας Τηλεπικοινωνιακών
και Πληροφοριακών Συστημάτων
msec00@gmail.com