H ανεπιθύμητη ηλεκτρονική αλληλογραφία που χαρακτηρίζεται στη διεθνή ορολογία του διαδικτύου με τον όρο “spamming” αποτελεί ένα πρόβλημα ιδιαίτερης σημασίας στη χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Τα αναμφισβήτητα πλεονεκτήματα από την ευρεία χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το έχουν αναδείξει σε έναν από τους σημαντικότερους τρόπους επικοινωνίας, τόσο στις διαπροσωπικές σχέσεις όσο και στην επαγγελματική δραστηριότητα.

Η ταχύτητα μετάδοσης των μηνυμάτων, η δυνατότητα αποστολής επισυναπτόμενων αρχείων, το χαμηλό κόστος και η δυνατότητα αποστολής μηνυμάτων σε πολλαπλούς χρήστες, το καθιστούν συνειδητή επιλογή όχι μόνο των καλοπροαίρετων χρηστών αλλά και εκείνων που προβαίνουν στην αποστολή ανεπιθύμητης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και ηλεκτρονικών μηνυμάτων μολυσμένων με ιούς.

Συγκεκριμένα, η ανεπιθύμητη ηλεκτρονική αλληλογραφία η οποία χαρακτηρίζεται στη διεθνή ορολογία του διαδικτύου με τον όρο “spamming” αποτελεί ένα πρόβλημα ιδιαίτερης σημασίας στη χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου . Αν ήθελε κανείς να ορίσει το “spam” θα μπορούσε να αναφερθεί στη “μαζική αποστολή μη αιτηθέντων εμπορικών μηνυμάτων με τη χρήση του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, κυρίως εξαιτίας του χαμηλού κόστους αποστολής, του μεγάλου όγκου των αποδεκτών και της μεγάλης διεισδυτικότητας του e-mail στη σφαίρα της καθημερινής επικοινωνίας εκατομμυρίων χρηστών του διαδικτύου” . Η κατακόρυφη αύξηση της ανεπιθύμητης εμπορικής ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, καθιστά πλέον επιτακτική την ανάγκη προστασίας του χρήστη του διαδικτύου έναντι αυτού του επιθετικού τρόπου διαφήμισης προϊόντων και υπηρεσιών, που συνεπάγεται απώλεια χρόνου, χρήματος και το ενδεχόμενο παροχής υπηρεσιών και προϊόντων αμφίβολης ποιότητας.
Στην ελληνική έννομη τάξη το προστατευτικό πλέγμα αναφορικά με την ανεπιθύμητη εμπορική ηλεκτρονική αλληλογραφία τίθεται από μία σειρά διατάξεων ενταγμένων σε περισσότερα του ενός νομοθετικών κειμένων. Συγκεκριμένα, σε συνταγματικό επίπεδο στο άρθρο 5Α παρ. 2, καθιερώνεται το δικαίωμα συμμετοχής στην κοινωνία της Πληροφορίας. Αναλυτικά, το εν λόγω άρθρο αναφέρει “Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους, αποτελεί υποχρέωση του κράτους, τηρούμενων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19”. Η οριοθέτηση του εν λόγω δικαιώματος τίθεται από το δικαίωμα του ασύλου (άρθρο 9 του Συντάγματος), το δικαίωμα προστασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α του Συντάγματος) και το δικαίωμα του απορρήτου των επιστολών και της επικοινωνίας (άρθρο 19 του Συντάγματος).
Πέρα από την συνταγματική του προστασία, ο χρήστης του διαδικτύου τίθεται και υπό το πλέγμα προστασίας του άρθρου 57 του Αστικού Κώδικα, το συχνά επικαλούμενο δικαίωμα στην προσωπικότητα, κατά το οποίο “όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον”. Υπό τη διαδικασία εξέλιξης των μέσων προσβολής της προσωπικότητας, είναι δυνατή η επίκληση του εν λόγω άρθρου για την προστασία της προσωπικότητας του χρήστη και στην περίπτωση αποστολής ανεπιθύμητης ηλεκτρονικής αλληλογραφίας.
Ειδική μνεία για την προστασία του καταναλωτή από την ανεπιθύμητη εμπορική ηλεκτρονική αλληλογραφία, γίνεται και στο άρθρο 4 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή και ειδικότερα στη σύναψη συμβάσεων από απόσταση. Στο άρθρο αυτό γίνεται σαφής αναφορά στο ότι η χρησιμοποίηση των τεχνικών επικοινωνίας (στις οποίες μπορεί να ενταχθεί και η αποστολή των μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου) πρέπει να γίνεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην προσβάλλεται η ιδιωτική ζωή του καταναλωτή, καθώς και ειδικότερη παραπομπή στην εφαρμογή του Ν. 3471/2006 όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια.
Αδιαμφισβήτητα, προστασία του χρήστη από την ανεπιθύμητη εμπορική ηλεκτρονική αλληλογραφία παρέχεται από τις ειδικότερες διατάξεις προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι τρόποι με τους οποίους εκδηλώνονται οι πιο συχνές μορφές παραβίασης, συνίστανται αφενός στη συλλογή των ηλεκτρονικών διευθύνσεων των χρηστών και σε δεύτερη φάση στη χρησιμοποίηση των διευθύνσεων αυτών, μέσω της αποστολής μη ζητηθέντων ηλεκτρονικών μηνυμάτων . Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η ηλεκτρονική διεύθυνση αποτελεί προσωπικό δεδομένο του ατόμου, η συλλογή και επεξεργασία της χωρίς τη συγκατάθεση του χρήστη, αποτελεί προσβολή των προσωπικών του δεδομένων . Συγκεκριμένα, στο άρθρο 11 του Νόμου 3471/2006 αναφέρεται ότι “η χρησιμοποίηση αυτομάτων συστημάτων κλήσης, ιδίως με χρήση συσκευών τηλεομοιοτυπίας (φαξ) ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και γενικότερα η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών με οποιοδήποτε μέσο ηλεκτρονικής επικοινωνίας, με ή χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς, επιτρέπεται μόνο αν ο συνδρομητής συγκατατεθεί εκ των προτέρων ρητώς”. Είναι σαφές λοιπόν από το κείμενο του νόμου, ότι η αποστολή μη ζητηθέντων μηνυμάτων για εμπορικούς σκοπούς, καταρχήν απαγορεύεται, επιτρέπεται δε κατ’ εξαίρεση μόνο με ρητή και εκ των προτέρων συγκατάθεση του συνδρομητή.
Στη συνέχεια, η παράγραφος 2 του ιδίου άρθρου υπογραμμίζει ότι δεν επιτρέπεται η αποστολή μηνυμάτων που δεν έχουν ζητηθεί για διαφημιστικούς σκοπούς και σκοπούς εμπορικής προώθησης προϊόντων, εφόσον ο συνδρομητής έχει δηλώσει προς το φορέα παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ότι δεν επιθυμεί γενικώς να δέχεται τέτοιες επικοινωνίες. Επιβάλλεται δε η υποχρέωση στο φορέα να καταχωρίζει δωρεάν τις δηλώσεις αυτές σε ειδικό κατάλογο συνδρομητών, ο οποίος είναι στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου.
Στην παράγραφο 3 του άρθρου 11του Ν. 3471/2006 αναφέρεται ότι στην περίπτωση που τα στοιχεία επαφής ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αποκτήθηκαν νομίμως, στο πλαίσιο της πώλησης προϊόντων ή υπηρεσιών ή άλλης συναλλαγής, τότε αυτά μπορούν να χρησιμοποιούνται για την απευθείας προώθηση παρόμοιων προϊόντων ή υπηρεσιών του προμηθευτή ή για την εξυπηρέτηση παρόμοιων σκοπών, ακόμη και όταν ο αποδέκτης του μηνύματος δεν έχει δώσει εκ των προτέρων τη συγκατάθεσή του, υπό την προϋπόθεση ότι του παρέχεται κατά τρόπο σαφή και ευδιάκριτο η δυνατότητα να αντιτάσσεται, με εύκολο τρόπο και δωρεάν, στη συλλογή και χρησιμοποίηση των ηλεκτρονικών του στοιχείων, και αυτό σε κάθε μήνυμα, σε περίπτωση που ο χρήστης αρχικά δεν είχε διαφωνήσει σε αυτήν τη χρήση. Με άλλα λόγια, ο νόμος επιτρέπει τη χρήση των στοιχείων του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου όταν αυτά έχουν προέλθει από κάποια προηγούμενη συναλλαγή, πάντα όμως υπό την προϋπόθεση ότι ο αποδέκτης του μηνύματος μπορεί να αντιταχθεί σε αυτή, σε επόμενη φάση της επικοινωνίας, εύκολα και δωρεάν.
Τέλος, στην παράγραφο 4 αναφέρεται ρητά ότι “Απαγορεύεται η αποστολή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, που έχουν σκοπό την άμεση εμπορική προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών, όταν δεν αναφέρεται ευδιάκριτα και σαφώς η ταυτότητα του αποστολέα ή του προσώπου προς όφελος του οποίου αποστέλλεται το μήνυμα, καθώς επίσης και η έγκυρη διεύθυνση στην οποία ο αποδέκτης του μηνύματος μπορεί να ζητεί τον τερματισμό της επικοινωνίας”. Τα ανωτέρω ισχύουν και για τους συνδρομητές που είναι νομικά πρόσωπα. Όπως κανείς αντιλαμβάνεται, η διάταξη αυτή αποτελεί σημαντικό σημείο επίκλησης για την προστασία του χρήστη του διαδικτύου που δέχεται αλλεπάλληλα μηνύματα ανεπιθύμητης ηλεκτρονικής επικοινωνίας, καθώς επιβάλλει στον αποστολέα την υποχρέωση να παρέχει κάποια αναγκαία στοιχεία της ταυτότητάς του στον παραλήπτη των μηνυμάτων. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η παραβίαση των διατάξεων του Ν 3471/2006 επιφέρει αστικές και νομικές κυρώσεις στους παραβάτες .
Αντί επιλόγου, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η ολοένα αυξανόμενη αποστολή μη ζητηθείσας ηλεκτρονικής επικοινωνίας, συνεπάγεται όχι μόνο παραβίαση της προσωπικής σφαίρας του χρήστη του διαδικτύου, αλλά και απειλή για την ομαλή λειτουργία του εμπορίου, καθώς πολλά από τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προωθούνται κατά τον τρόπο αυτό είναι αμφίβολης ποιότητας. Μια συντονισμένη αντιμετώπιση του φαινομένου του “spamming” προτείνεται να λάβει υπόψη όχι μόνο τις νομικές συνισταμένες που προσδιορίζουν το πλέγμα προστασίας του χρήστη, αλλά και τη χρήση της τεχνολογίας, η οποία θα κινείται προς την ίδια κατεύθυνση.

Μίνα Ζούλοβιτς, Δικηγόρος
Αναστασία Φύλλα, Δικηγόρος