Η παγκόσμια κοινότητα βρίσκεται μπροστά σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι αναφορικά με την υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης, όπως αποκαλύπτει το Edelman Trust Barometer Flash Poll για το 2025, το οποίο διεξήχθη διαδικτυακά από τις 17 έως τις 27 Οκτωβρίου σε δείγμα 5.000 ατόμων. Παρά την αλματώδη αύξηση των χρηματιστηριακών αποτιμήσεων και την φρενήρη κατασκευή κέντρων δεδομένων, η έκθεση εντοπίζει ένα «μαλακό υπογάστριο» στην τρέχουσα έκρηξη της τεχνολογίας: μια βαθιά ριζωμένη ανησυχία για τις επιπτώσεις στην απασχόληση και μια αδυναμία κατανόησης των οφελών για τον μέσο πολίτη. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η εμπιστοσύνη στον ευρύτερο τεχνολογικό κλάδο δεν μεταφράζεται σε εμπιστοσύνη προς το AI, με ένα χάσμα 26 μονάδων να χωρίζει τις δύο κατηγορίες. Στις ανεπτυγμένες αγορές, η αποδοχή συνδέεται άρρηκτα με την εμπιστοσύνη, καθώς καταγράφεται μια θεαματική μεταστροφή της τάξεως των 100 μονάδων στη στάση των πολιτών ανάμεσα σε όσους δυσπιστούν και σε όσους εμπιστεύονται την τεχνολογία, μετατρέποντας την απόρριψη σε ενθουσιασμό.

Η γεωγραφική ανάλυση των δεδομένων φέρνει στο φως ένα σαφές σχίσμα μεταξύ Δύσης και Ανατολής, με τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη να εμφανίζουν υψηλά ποσοστά αντίστασης. Στις ΗΠΑ, η απόρριψη υπερτερεί του ενθουσιασμού με αναλογία σχεδόν τρία προς ένα, καθώς το 49% των πολιτών απορρίπτει την αυξανόμενη χρήση του AI έναντι μόλις 17% που την αποδέχεται. Παρόμοια εικόνα δυσπιστίας επικρατεί στη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου τα ποσοστά απόρριψης ανέρχονται στο 46% και 44% αντίστοιχα. Στον αντίποδα, η Κίνα παρουσιάζει μια εντελώς διαφορετική πραγματικότητα, με το 54% του πληθυσμού να αγκαλιάζει την τεχνολογία και μόλις το 10% να την απορρίπτει, ενώ και η Βραζιλία καταγράφει θετικό ισοζύγιο. Το εύρημα αυτό υποδηλώνει ότι οι πολίτες στις ώριμες αγορές τηρούν στάση αναμονής, προτιμώντας να δουν την τεχνολογία να εδραιώνεται πριν την υιοθετήσουν πλήρως.
Πέρα από τη γεωγραφία, η έρευνα αναδεικνύει βαθιές διαχωριστικές γραμμές ανάλογα με τον επαγγελματικό κλάδο και το εισόδημα. Ενώ οι εργαζόμενοι στην τεχνολογία (55%) και τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (43%) δηλώνουν ενθουσιώδεις, οι εργαζόμενοι στην εκπαίδευση, τα τρόφιμα και τις μεταφορές απορρίπτουν την τεχνολογία, με τα ποσοστά αποδοχής να κατρακυλούν στο 25%, 23% και 20% αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, το ταξικό χάσμα είναι έντονο: στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις ΗΠΑ, το 71% και το 65% των χαμηλόμισθων πολιτών πιστεύουν ότι θα μείνουν πίσω χωρίς να αποκομίσουν οφέλη. Ωστόσο, η ανασφάλεια στις ΗΠΑ είναι διάχυτη, καθώς το 50% της μεσαίας τάξης και το 47% των υψηλόμισθων συμμερίζονται τον ίδιο φόβο, γεγονός που αποδεικνύει ότι η ανησυχία για το AI δεν περιορίζεται μόνο στα οικονομικά ασθενέστερα στρώματα αλλά διαπερνά οριζόντια την κοινωνία.
Η εμπιστοσύνη διαφέρει σημαντικά και μεταξύ των γενεών, με μια αξιοσημείωτη εξαίρεση στην αμερικανική αγορά. Ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο το χάσμα είναι χαοτικό, με το 59% των νέων 18-34 ετών να εμπιστεύεται το AI έναντι μόλις 18% των άνω των 55, στις ΗΠΑ μόνο το 40% των νέων εκφράζει εμπιστοσύνη, ποσοστό που πιθανώς αντικατοπτρίζει τη στασιμότητα στην αγορά εργασίας για θέσεις εισαγωγικού επιπέδου. Ο σημαντικότερος μοχλός για την τόνωση της εμπιστοσύνης αποδεικνύεται η κατανόηση και η προσωπική εμπειρία: όταν η παραγωγική τεχνητή νοημοσύνη βοηθά τους χρήστες να κατανοήσουν πολύπλοκες ιδέες, η εμπιστοσύνη αυξάνεται κατά περίπου 40 μονάδες στις περισσότερες αγορές. Αντίθετα, όσοι αντιστέκονται στην τεχνολογία το πράττουν κυρίως λόγω ανησυχιών για την προστασία των δεδομένων τους και όχι εξαιτίας αρνητικών εμπειριών, οι οποίες καταγράφονται σπάνιες, κάτω από το 20% μεταξύ των χρηστών.
Στο πεδίο της εργασίας, ο εργοδότης αναδεικνύεται ως ο πλέον αξιόπιστος φορέας για την εισαγωγή του AI, παρόλο που η διαφάνεια παραμένει ζητούμενο. Οι εργαζόμενοι νιώθουν 1,5 φορά πιο άνετα με τη χρήση AI από τον εργοδότη τους σε σχέση με τις επιχειρήσεις γενικά, ωστόσο στις ανεπτυγμένες χώρες η πλειονότητα αμφισβητεί την ειλικρίνεια των ηγετών σχετικά με τις περικοπές θέσεων εργασίας. Η εργασιακή ασφάλεια λειτουργεί ως καταλύτης, καθώς οι εργαζόμενοι είναι 2,5 φορές πιο πρόθυμοι να αγκαλιάσουν την τεχνολογία αν αισθάνονται ότι η θέση τους διασφαλίζεται. Υπάρχει επίσης ένα σημαντικό χάσμα ιεραρχίας: ενώ σχεδόν τα δύο τρίτα των διευθυντικών στελεχών χρησιμοποιούν τακτικά AI, μόλις ένας στους τέσσερις μη διοικητικούς υπαλλήλους κάνει το ίδιο. Επιπλέον, η αίσθηση της επιβολής είναι έντονη, με δύο στους τρεις δύσπιστους πολίτες σε ΗΠΑ και Βρετανία να δηλώνουν ότι η τεχνολογία τους επιβάλλεται παρά τη θέλησή τους.
Για την ανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης, η έκθεση προτείνει την αλλαγή του επικοινωνιακού μοντέλου, δίνοντας προτεραιότητα στις φωνές των ομοτίμων. Η κατηγορία «κάποιος σαν εμένα» τυγχάνει διπλάσιας εμπιστοσύνης σε σχέση με τους CEO ή τους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Εφόσον οικοδομηθεί αυτή η εμπιστοσύνη, ανοίγεται ο δρόμος για την Πρακτορική Τεχνητή Νοημοσύνη (Agentic AI), με τους πολίτες να εμφανίζονται διατεθειμένοι να αναθέσουν σε αυτόνομα συστήματα κρίσιμες ευθύνες. Συγκεκριμένα, όσοι εμπιστεύονται την τεχνολογία είναι 6 φορές πιο πιθανό να αναθέσουν την οικονομική τους διαχείριση σε AI, 5,5 φορές πιο πιθανό να αναθέσουν τη διαχείριση της υγείας τους και 4,5 φορές πιο πιθανό να εμπιστευτούν την αναζήτηση εργασίας σε αυτόνομα συστήματα, συγκριτικά με όσους δυσπιστούν.
Συνοψίζοντας τα ευρήματα, ο Richard Edelman, CEO της εταιρείας, υπογράμμισε ότι «δεν υπάρχει θεϊκό δικαίωμα στην αποδοχή της καινοτομίας» και κάλεσε τον τεχνολογικό κλάδο να λάβει σοβαρά υπόψη τις ανησυχίες των πολιτών. Παραπέμποντας στις «Τέσσερις Ελευθερίες» του Φραγκλίνου Ρούζβελτ μετά τη Μεγάλη Ύφεση —Ελευθερία του Λόγου, Ελευθερία της Λατρείας, Ελευθερία από την Ανέχεια και Ελευθερία από τον Φόβο— ο Edelman τόνισε ότι η στρατηγική των ηγετών του AI πρέπει να εστιάσει στην εξάλειψη του φόβου και της ανασφάλειας. Η εμπιστοσύνη, κατέληξε, θα είναι ο κινητήριος μοχλός για την ανάπτυξη του AI, αλλά προϋποθέτει έμπρακτες αποδείξεις, από την εκπαίδευση του προσωπικού μέχρι τον δίκαιο μετασχηματισμό των θέσεων εργασίας.




